- προεκτικός
- προεκτικός , πρό-κτίζωpeopleperf part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεκτικός — ή, όν, Α αυτός που παρέχει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εκτικός (< έκτης < ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω), πρβλ. καχ εκτικός, πλεον εκτικός] … Dictionary of Greek
ՅՕԺԱՐԱՏՐԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0380 Chronological Sequence: 6c ա. προεκτικός, προετικός ad largiendum propensus, liberalis. Յօժար ʼի տուրս. յօժարամիտ. առատաձեռն. ճէօմէրտ. *Ազատականութեան է յօժարատրականն գոլ յիրս գովելիս, եւ առատանալն ʼի ծախս պատշաճաւորս. Արիստ. առաք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)